- Τρυγόνα
- Τρυγώνturtle-dovemasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τρυγόνα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ.) του νομού Καρδίτσας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Δραδότρυπας. * * * η / τρυγών, όνος, ΝΜΑ, και λόγιος τ. τρυγών Ν 1. το πτηνό τρυγόνι 2. κοινή σήμερα ονομασία τών ευρέως διαδεδομένων σελάχιων χονδροϊχθύων τού… … Dictionary of Greek
τρυγόνα — η το θηλυκό τρυγόνι, η τουρτούρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τρυγόνα — τρῡγόνα , τρυγών turtle dove fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τρυγόν' — Τρυγόνα , Τρυγών turtle dove masc acc sg Τρυγόνι , Τρυγών turtle dove masc dat sg Τρυγόνε , Τρυγών turtle dove masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Horon (dance) — Music of Greece General topics Ancient • Byzantine • Néo kýma • Polyphonic song Genres Entehno • Dimotika • Hip hop • Laïko • … Wikipedia
μοιρολογήτρα — και μοιρολοήτρα και μυρολογήτρα, η (Μ μοιρολογήτρια και μοιρολοήτρα) 1. η μοιρολογίστρα, η γυναίκα που θρηνεί τους νεκρούς, συνήθως με αμοιβή 2. (για τρυγόνα) αυτή που εκβάλλει θρηνητικές κραυγές («τρυπανορούθουνη τρυγόνα ξερασμένη, μοιρολογήτρα… … Dictionary of Greek
Trygona — or Trigona (Greek: Τρυγόνα), also with the o accented is a Greek mountainous village located west of Karditsa in the western part of the Karditsa Prefecture. Trygona is also in the municipal district of Darkotrypa and the municipality of Mouzaki … Wikipedia
Verwaltungsgliederung von Lesbos — Die Gemeinde Lesvos (griechisch Δήμος Λέσβου) wurde auf Grund des Kallikratis Programms aus den dreizehn Vorgängergemeinden der griechischen Insel Lesvos zum, 1. Januar, 2011 gebildet. Sie umfasst die gesamte Insel, Verwaltungssitz ist die… … Deutsch Wikipedia
τρυγόνιος — ία, ον, Α [τρυγών, όνος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο θαλάσσιο ψάρι τρυγόνα … Dictionary of Greek
τρυγών — όνος, η, ΝΜΑ (λόγιος τ.) βλ. τρυγόνα … Dictionary of Greek